- επικαταδέω
- ἐπικαταδέω (Α)δένω κάτι πάνω σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα-δέω «δένω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαταδεῖν — ἐπικαταδέω bind pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικαταδέω — Α επιδένω, δένω επί πλέον κάτι πάνω σε κάτι άλλο με επίδεσμο ή ως επίδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικαταδέω «δένω κάτι πάνω σε κάτι άλλο»] … Dictionary of Greek